στεατοκήριο(ν)
Смотреть что такое "στεατοκήριο(ν)" в других словарях:
στεατοκήριο — το, Ν κερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek