στεατοκήριο(ν)

στεατοκήριο(ν)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στεατοκήριο(ν)" в других словарях:

  • στεατοκήριο — το, Ν κερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»